- πετρελαιομηχανή
- ημηχανή εσωτερικής καύσης πετρελαίου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πετρελαιομηχανή — η, Ν ο πετρελαιοκινητήρας ντήζελ … Dictionary of Greek
βυθοκόρος — Μηχανικό συγκρότημα για την εκτέλεση εκσκαφών μεγάλης έκτασης σε πετρώματα μαλακά ή κατατεμαχισμένα (άμμος, χαλίκια, άργιλος, λάσπη κλπ.). Υπάρχουν διάφοροι τύποι τέτοιων μηχανημάτων, ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες της θέσης των υλικών και… … Dictionary of Greek
πετρελαιοκίνητος — η, ο, Ν (για πλοία, οχήματα, μηχανές) αυτός που κινείται με πετρελαιομηχανή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πετρέλαιο + κινητός (< κινώ), πρβλ. μηχανο κίνητος. Η λ., στο ουδ. πετρελαιοκίνητα, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
Μουσείο, Βιομηχανικό Ερμούπολης (Σύρου) — Το μουσείο στο οποίο παρουσιάζεται η βιομηχανική ιστορία της Σύρου λειτουργεί από τον Μάιο του 2000 στο υποδειγματικά ανακαινισμένο πρώην χρωματουργείο Κατσιμαντή, ένα χτίσμα του 1888, που θεωρείται από τα καλύτερα δείγματα της ελληνικής… … Dictionary of Greek